- λευκαυγής
- λευκ-αυγής, ές,A white-gleaming, of a fish, Antiph.217.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκαυγής — ές (AM λευκαγής, ές) αυτός που εκπέμπει λευκή λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + αυγής (< *αὖγος < αὐγή), πρβλ. λαμπρ αυγής] … Dictionary of Greek
λευκαυγῆ — λευκαυγής white gleaming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λευκαυγής white gleaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λευκαυγής white gleaming masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαυγές — λευκαυγής white gleaming masc/fem voc sg λευκαυγής white gleaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek